σαχαρικός

σαχαρικός
-ή, -ό, Ν [Σαχάρα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρημο Σαχάρα
2. φρ. «σαχαρικές γλώσσες»
γλωσσ. ομάδα αφρικανικών γλωσσών που ομιλούνται στο Τσαντ και στη Βορειοδυτική Νιγηρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”